«Η κοινωνία σε θέλει να είσαι απλώς ένα φωτοαντίγραφο, ποτέ ένα πρωτότυπο» Όσσο

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ο Καπετάν Όλμος!

Ο Γιάννης Μυζήθρας του Γεωργίου, με ψευδώνυμο στην Εθνική Αντίσταση Καπετάν Όλμος, γεννήθηκε στο Καινούργιο Αγρινίου στις 4 Φλεβάρη 1923 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Θέρμο Τριχωνίδας στις 21 Οκτώβρη 2010. Η ζωή του, όπως ο ίδιος μας τη χαρακτήρισε, είναι «μεγάλη περιπέτεια»! Μπήκε από μικρό παιδί στη βιοπάλη, έκανε διάφορες δουλειές, από παιδί του καφενείου, μέχρι τσοπανόπουλο. Εντάχθηκε απ’ τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ. Πάλεψε, τραυματίσθηκε, ταλαιπωρήθηκε, διώχθηκε…μια ζωή σαν παραμύθι. Από τσοπανόπουλο, έγινε αντάρτης κι από αντάρτης, μέχρι και ταμίας στην ποδοσφαιρική ομάδα ΑΕΚ Αθηνών!
Όλα αυτά μου τα περιγράφει, με το δικό του χειμαρρώδη λόγο, σε μία συνέντευξη που μου παραχώρησε στο Θέρμο, στις 18 Μάη 2010, εκεί που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Έγινε κατά λέξη καταγραφή, όσων μου είπε, πιστή απομαγνητοφώνηση, για να διατηρηθεί ο αυθεντικός χαρακτήρας της αφήγησής του.

Το πρώτο μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύουμε σήμερα.

Μπάρμπα Γιάννη, πες μας πως θυμάσαι εκείνα τα χρόνια, τα προπολεμικά, στο Καινούργιο;
- Ήταν ένα χωριουδάκι μικρό τότε (το Καινούργιο), που πηγαίναμε στην εκκλησία και φώναζε ο παπάς αν ήρθανε όλοι το Πάσχα, να πει το Χριστός Ανέστη.
Η ζωή μου είναι μεγάλη περιπέτεια, από 13 χρονών έχω, όλα τα επαγγέλματα, περάσει.
Πρώτα - πρώτα έκαμα καφετζής, στον Γιώργο Φλωρόπουλο (τον Τελώνη), μετά στον Παπασάϊκα τον Θοδωρή, μπακαλόγατος έγινα, πήγα στο Παναιτώλιο υπηρέτης, φύλαγα τα γελάδια…φύλαξα στο Αιτωλικό 200 γελάδια, πήγα σε διάφορα κοπάδια πρόβατα. Μετά γύρισα έκανα διάφορες δουλειές, έτσι πέρασα… ξυπόλυτος!
Ζητούσα όπου πήγαινα ένα κουστούμι, κάθε Πάσχα, να μου δίνουν…
Πήγα και στο δικαστήριο έναν απ’ το Αφράτο έναν… (αναφέρει το όνομα) διότι δε μου έδινε το μισθό, παρουσιάστηκε ένας ειρηνοδίκης και του λέω, ρε μπάρμπα αυτό και αυτό συμβαίνει.
Του λέει γιατί δεν πληρώνεις;
Δεν έχω του λέει (ο κατηγορούμενος) να πληρώσω.
Άμα δεν έχεις, του λέει, να μην τονε βάλεις, έλα μέσα και θα σε περιποιηθώ και μόλις μπήκε μέσα τον κοπάνησε και μου τα ’δωκε όλα …και τα έξοδα.
Αυτά είχανε γίνει όλα πριν απ’ την κήρυξη του πολέμου του 1940, που σε βρήκε εσένα ο πόλεμος;
- Στο Καινούργιο εκεί έμενα, είχα και τα χωράφια του νουνού μου (τα καλλιεργούσε), Καρκαντζός λέγονταν, ο οποίος ήταν στην Αθήνα ο άνθρωπος. Έφτασε η εποχή με τ’ αντάρτικα. Έχω πάει στο χωριό του πατέρα μου, που είναι από τη Ροσκά Ευρυτανίας, εκεί γνώρισα το βράδυ εκείνο, τον Άρη Βελουχιώτη.
Ποια χρονιά ήτανε που βρέθηκες στη Ροσκά στην πρώτη συνάντηση με τον Άρη;
-Ήταν στην αρχή που είχε μαζί του 13 με 14 αντάρτες, αυτή ήταν όλη-όλη η ομάδα.
Δηλαδή ήταν στο ξεκίνημα;
-Ναι στο ξεκίνημα, την πρώτη φορά ήρθε στη Δομνίστα μετά πέρασε απ’ τη Ροσκά και εκεί τονε γνώρισα.
Άρα ήτανε το 1942 για να ’ναι ολιγομελής η ομάδα και μετά τη Δομνίστα, που πρωτοεμφανίστηκε ο Άρης στις 7 Ιούνη του 1942.
- Ναι τότε, Ναι βέβαια το 1942, μήνα δε θυμάμαι και καλά γιατί γέρασα, έχω και τα χρόνια στην πλάτη.
Πως ήτανε αυτή η συνάντηση;
Πέρασε το βράδυ και είχε και αιχμαλώτους Ιταλούς! Εκεί τον γνώρισα πάω και του λέω θα ’ρθω κι εγώ!
Όχι μου λέει, μην έρθεις εσύ, δεν κάνει ακόμα είσαι μικρός, εδώ θα μείνετε να οργανωθείτε.
Εντάξει του λέω καπετάνιε, τον χαιρέτησα κι έφυγαν…
Έτυχε να είναι και το σπίτι του πατέρα μου εκεί που ήρθε κι έσκυβαν οι ιταλοί κι έπιναν νερό απ’ τ’ αυλάκι.
Είχε προηγουμένως μπει τραγουδώντας στη Δομνίστα, πήρε τη σημαία απ’ το σχολείο στο Κρίκελο και μπήκε στη Δομνίστα.
Στη Δομνίστα έγινε ένα περιστατικό. Σκοτώθηκε ένα παιδί από πυροβολισμό του αντάρτη και τον είχε να τον σκοτώσει κι έπεσε ο πατέρας του παιδιού και του λέει, πάει το παιδί μου…τέρμα λέει, δε θα σκοτώσεις τον άνθρωπο και επέμενε εκεί, να τον σκοτώσει, γιατί δεν πρόσεξε.
Γιατί είχε πυροβολήσει ο αντάρτης;
- Το όπλο… κάτι σκαντάλιζε εκεί και πυροβόλησε.
Από λάθος δηλαδή;
Ναι από λάθος.
Τους κάλεσε τότε τους κατοίκους, γιατί δεν ήξεραν… κι όταν μπήκε μέσα, εν δυο εν δυο μπαίνανε και τραγούδαγαν, τους είπε: Είμαι ταγματάρχης χωρίς γαλόνια, τώρα ξεκινάει ο πόλεμος λοιπόν, για την πατρίδα. Είμαστε λίγοι λέει, αλλά θα γίνουμε πολλοί! Και του ’πε εκείνου, εκεί που έβγαλε το λόγο, το μαγαζάκι εκείνο είναι το ακόμα. Εσένα αν κερδίσουμε τον αγώνα θα στο κάνω μέγαρο, αυτό του λέει.
Κατά τέλος του 1942 τότε απεφάσισα και βγήκα στο βουνό. Μου άρεσαν τα άρματα ήμουνα τρελός σα νέος άνθρωπος, να πολεμήσουμε τους Γερμανούς, ποιος τους είπε να ’ρθουν εδώ και γράμματα λίγα γνωρίζαμε.
Πήγα λοιπόν και παρουσιάστηκα στο Μικρό Χωριό.
Μόνος σου είχες πάει απ’ το Καινούργιο στο Μικρό Χωριό;
- Μόνος, Ναι μόνος μου πήγα, έρχονταν κι από άλλα χωριά βέβαια, ιδίως Ευρυτάνες ήταν τότε πάρα πολλοί.
Όταν παρουσιάστηκα, με γράψανε εκεί πέρα και μετά από λίγο ήρθανε κι άλλοι αντάρτες νέοι και μας πήγανε στις Κορυσχάδες…
Πήγαμε στις Κορυσχάδες λοιπόν κι άρχισαν να μας κάνουν βασική εκπαίδευση. Μια μέρα λοιπόν, τη δεκάτη μέρα, ήρθε ο Άρης Βελουχιώτης μ’ έναν άλλονε, ήτανε όλοι οι καπεταναίοι, με τα γένια. Εγώ, ξέρεις τώρα, ήμουνα χαρούμενος πάω και του λέω, εγώ είμαι που συναντηθήκαμε στη Ροσκά και σου είπα θα ’ρθω, να μεγάλωσα κι ήρθα. Μου λέει «Να είσαι προσεκτικός και να γίνεις καλός»!
Λέω εντάξει. Είχαμε ομάδες όμως δέκα - δέκα όπως είναι στα στρατεύματα κι εγώ ήμουνα πέμπτος, έκτος στη γραμμή σε μια ομάδα. Μετά από δυο τρεις μέρες, με περάσανε πρώτον στη γραμμή. Εγώ πονηρεύτηκα βέβαια κάτι, γιατί κοιτάω πάντα μπροστά, για να βάλει πρώτον μπροστά λέω, πως μπήκα μπροστά; κάτι ήθελε να μου δώσει. Τελειώνει η βασική εκπαίδευση κανα ενάμισι μήνα, πέρασε το 42 και μετά με εγκρίνει να φύγω, από κει έβγαλε μερικούς καμιά τριανταριά, που ’μασταν καμιά ογδονταριά, μας έβγαλε να φύγουμε και να πάμε στο Περτούλι.
Ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης;
- Ναι ο Άρης ο ίδιος, και με είχε βγάλει και είπε τότε… όσοι ξέρουν γράμματα, σε ρώταγε ξέρεις γράμματα; πόσα ξέρεις; Θα πάτε κι όσοι πετύχετε θα είστε διμοιρίτες και οι άλλοι θα πάτε για παραπάνω, λοιπόν και μας έβγαλε. Πήγαμε στη σχολή, κάναμε τις ασκήσεις δεν βγήκανε όμως όλοι, καμιά τριανταπενταριά που ήμασταν. Αλλά όλοι περάσαμε απ’ τη σχολή τρίμηνο, κάναμε βασικές εκπαιδεύσεις. Όταν κάναμε τις βασικές εκπαιδεύσεις αυτές, βγήκαμε μετά και λέει διμοιρίτης, διμοιρίτης, διμοιρίτης, ο τάδε διμοιρίτης, βαθμολόγαγαν…ο τάδες υπολοχαγός, ο τάδες υπολοχαγός ας πούμε, φύγαμε και πάμε στο αρχηγείο. Τότε είχανε γίνει πολλοί οι αντάρτες.
Κάθε έναν τον έβανε σε διάφορους λόχους, ας πούμε. Εμένα μου λέει, φίλε να διαλέξεις ποιους θέλεις, να κάμεις μια διμοιρία. Λέω να διαλέξω, συνάμα μας είχε δώσει τα πιστόλια, να κοιτάξω…κοίταγα να μην είναι αδύνατος να ’ναι λίγο ψωμωμένοι αυτόν, αυτόνε… τριάντα.
Μου λέει τριάντα! Αρχηγέ λέω θέλω άλλους τρείς. Λέει γιατί τους θέλεις τους τρείς; τριάντα έχει η διμοιρία τριάντα έχεις κι εσύ, τριάντα θα πάρουν κι οι άλλοι να γίνει ο λόχος. Τι τους θέλεις; Αφού θα οπλιστούμε καλά λέω, θέλω να μου δώσεις κι έναν όλμο! Μικρό, λέω ένα ολμάκι να τόχω…τρελές ιδέες.
Και τότε μου λέει, «εσύ είσαι ο Καπετάν Όλμος»!
Άρα ο ίδιος ο Βελουχιώτης σου ’δωσε το ψευδώνυμο, ο Καπετάν Όλμος;
Ναι! Κατετάν Όλμος, ε μετά το πήρε ο κόσμος ο Καπετάν Όλμος, ο Καπετάν Όλμος…
Εν τέλει φεύγω από κεί, πήρα τους άντρες μου, γνωριστήκαμε, είχα κι απ’ την Εύβοια παιδιά, πατριώτες (συντοπίτες) δεν είχα πολλούς…
Μετά με στέλνει στο Τρίκλινο από πάνω…είναι ένα χωριό. (Δυσκολεύεται να θυμηθεί το χωριό).
Η δραστηριότητα ποια ήτανε; τον ρωτώ.
- Ήτανε συμμαχική αποστολή. Έκάτσαμε εκεί, έρχονταν τ’ αεροπλάνα κι εκάνανε ρίψεις, εμείς ήμασταν να μαζεύουμε το υλικό και να μοιράζουμε τα ρούχα…
Έρχονταν τ’ αεροπλάνα, ειδοποιούσαν απ’ το Κάϊρο όταν έρχονταν, από κει. Ανάβαμε τρεις φωτιές κι έκαναν ρίψεις, έπεφτε και κανένας αξιωματικός, όταν έρχονταν ένας έφευγε άλλος, τον στέλναμε στην Πρέβεζα με σύνδεσμο, έμπαινε στο υποβρύχιο κι έφευγε.
Πέρασα καλά, εκεί έκανα εξ’ οχτώ μήνες.
Εκεί έκανα τη βλακεία που αντιστάθηκα σ’ έναν συνταγματάρχη, γιατί ήταν να τα μοιράζουμε τότε, τα μισά στο Ζέρβα και τα μισά στον Άρη, γιατί ήτανε ο Ζέρβας από κει.
Ο συνταγματάρχης τι εθνικότητας ήταν;
Άγγλος , εγώ σαν Έλληνας και σα νεαρός που δεν είχα και μυαλό λέω άκουσε εδώ, στην πατρίδα σου θα κάνεις κουμάντο, εδώ εγώ κάνω κουμάντο! Αυτός μ’ έβρισε, το κατάλαβα που μ’ έβρισε στ’ αγγλικά, τράβηξα το πιστόλι. Άντε γα..σου ρε π..στη του λέω… με πιάνουν, μη καπετάνιε μου λένε οι άλλοι.
Εσύ γιατί αντέδρασες;
- Ήθελε να τα μοιράσει στη μέση, αλλά εγώ έπαιρνα τα περισσότερα στον ΕΛΑΣ και τα λιγότερα έδινα.
Αυτό μαθεύτηκε στο αρχηγείο και με πήρανε κι έφυγα…

Η συνέχεια της συνέντευξης σε επόμενη ανάρτηση.

Δημήτρης Ντόκας